- ξεροβήχω
- 1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα, ενοχλούμαι από ξερό βήχα2. βήχω επίτηδες για να προκαλέσω την προσοχή κάποιου ή για να επισημάνω κάτι σε κάποιον («από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω...»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεροβήχω — ξεροβήχω, ξερόβηξα βλ. πίν. 31 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεροβήχω — ξερόβηξα 1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα. 2. βήχω, κάνω πως βήχω για να με προσέξει κάποιος ή για να δώσω κάποιο σήμα: Μόλις ακούστηκε το ψέμα, ξερόβηξαν μερικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek